υαλοβάμβακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υαλοβάμβακας οι υαλοβάμβακες
      γενική του υαλοβάμβακα των υαλοβαμβάκων
    αιτιατική τον υαλοβάμβακα τους υαλοβάμβακες
     κλητική υαλοβάμβακα υαλοβάμβακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υαλοβάμβακας < (ύαλος) υαλο- + βάμβακας < βάμβαξ (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική fibreglass)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.a.loˈvaɱ.va.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐α‐λο‐βάμ‐βα‐κας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υαλοβάμβακας αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]