υγράλατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υγράλατος η υγράλατη το υγράλατο
      γενική του υγράλατου της υγράλατης του υγράλατου
    αιτιατική τον υγράλατο την υγράλατη το υγράλατο
     κλητική υγράλατε υγράλατη υγράλατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υγράλατοι οι υγράλατες τα υγράλατα
      γενική των υγράλατων των υγράλατων των υγράλατων
    αιτιατική τους υγράλατους τις υγράλατες τα υγράλατα
     κλητική υγράλατοι υγράλατες υγράλατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υγράλατος < υγρός + αλάτι + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

υγράλατος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]