υγρομετρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υγρομετρικός η υγρομετρική το υγρομετρικό
      γενική του υγρομετρικού της υγρομετρικής του υγρομετρικού
    αιτιατική τον υγρομετρικό την υγρομετρική το υγρομετρικό
     κλητική υγρομετρικέ υγρομετρική υγρομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υγρομετρικοί οι υγρομετρικές τα υγρομετρικά
      γενική των υγρομετρικών των υγρομετρικών των υγρομετρικών
    αιτιατική τους υγρομετρικούς τις υγρομετρικές τα υγρομετρικά
     κλητική υγρομετρικοί υγρομετρικές υγρομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υγρομετρικός < αρχαία ελληνική ὑγρομετρικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ɣɾo.me.tɾiˈkos/

Επίθετο[επεξεργασία]

υγρομετρικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]