υδραργυρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδραργυρικός < υδράργυρος + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ðɾaɾ.ʝi.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δραρ‐γυ‐ρι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
υδραργυρικός -ή -ό
- για ουσία που περιέχει ως συστατικό τον υδράργυρο
- για σύστημα ή συσκευή που περιέχει υδράργυρο για να λειτουργήσει
- υδραργυρικό βαρόμετρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδραργυρικός
|