υδρογονοκίνητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδρογονοκίνητος η υδρογονοκίνητη το υδρογονοκίνητο
      γενική του υδρογονοκίνητου της υδρογονοκίνητης του υδρογονοκίνητου
    αιτιατική τον υδρογονοκίνητο την υδρογονοκίνητη το υδρογονοκίνητο
     κλητική υδρογονοκίνητε υδρογονοκίνητη υδρογονοκίνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδρογονοκίνητοι οι υδρογονοκίνητες τα υδρογονοκίνητα
      γενική των υδρογονοκίνητων των υδρογονοκίνητων των υδρογονοκίνητων
    αιτιατική τους υδρογονοκίνητους τις υδρογονοκίνητες τα υδρογονοκίνητα
     κλητική υδρογονοκίνητοι υδρογονοκίνητες υδρογονοκίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υδρογονοκίνητος < υδρογόν(ο) + -ο- + -κίνητος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hydrogen-powered

Επίθετο[επεξεργασία]

υδρογονοκίνητος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]