υδροπτέρυγο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
υδροπτέρυγο < υδρο- (< αρχαία ελληνική ὕδωρ) + πτερύγιο + -ο ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) hydrofoil)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδροπτέρυγο ουδέτερο
- (νεολογισμός) (ναυτικός όρος) είδος ταχύπλοου επιβατηγού θαλάσσιου σκάφους