υπάρχοντα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπάρχοντα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής υπάρχων του ρήματος υπάρχω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπάρχοντα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα περιουσιακά στοιχεία κάποιου
  2. (ειδικότερα) τα προσωπικά αντικείμενα κάποιου, όσα έχει στο σπίτι του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]