υπέρθημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπέρθημα τα υπερθήματα
      γενική του υπερθήματος των υπερθημάτων
    αιτιατική το υπέρθημα τα υπερθήματα
     κλητική υπέρθημα υπερθήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπέρθημα ουδέτερο

π.χ. (γερμανικά) gesagt (μετοχή παρακειμένου του sag-en, λέω)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Η συγκεκριμένη κατηγορία φέρει την εναλλακτική ονομασία "ασυνεχή μορφήματα" (discontinuous morphemes).

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]