υπαινίσσομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπαινίσσομαι < αρχαία ελληνική ὑπαινίσσομαι < ὑπο- + αἰνίσσομαι < αἶνος

Ρήμα[επεξεργασία]

υπαινίσσομαι, πρτ.: υπαινισσόμουν, στ.μέλλ.: θα υπαινιχθώ, αόρ.: υπαινίχθηκα

  • κάνω έναν υπαινιγμό, αναφέρομαι έμμεσα σε ένα θέμα και χωρίς να το λέω καθαρά, ωστόσο υπονοώ κάτι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]