υπαινίσσομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπαινίσσομαι < αρχαία ελληνική ὑπαινίσσομαι < ὑπο- + αἰνίσσομαι < αἶνος
Ρήμα[επεξεργασία]
υπαινίσσομαι, πρτ.: υπαινισσόμουν, στ.μέλλ.: θα υπαινιχθώ, αόρ.: υπαινίχθηκα