υπανδρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπανδρεύω < μεσαιωνική ελληνική ὑπανδρεύω < ελληνιστική κοινή ὕπανδρος < ὑπό + ἀνήρ

Ρήμα[επεξεργασία]

υπανδρεύω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]