υπεράνθρωπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑπεράνθρωπος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπεράνθρωπος η υπεράνθρωπη το υπεράνθρωπο
      γενική του υπεράνθρωπου της υπεράνθρωπης του υπεράνθρωπου
    αιτιατική τον υπεράνθρωπο την υπεράνθρωπη το υπεράνθρωπο
     κλητική υπεράνθρωπε υπεράνθρωπη υπεράνθρωπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπεράνθρωποι οι υπεράνθρωπες τα υπεράνθρωπα
      γενική των υπεράνθρωπων των υπεράνθρωπων των υπεράνθρωπων
    αιτιατική τους υπεράνθρωπους τις υπεράνθρωπες τα υπεράνθρωπα
     κλητική υπεράνθρωποι υπεράνθρωπες υπεράνθρωπα
Δείτε και την κλίση του ουσιαστικού.
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπεράνθρωπος < ελληνιστική κοινή ὑπεράνθρωπος < ὑπέρ + ἄνθρωπος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.peˈɾan.θɾo.pos/

Επίθετο[επεξεργασία]

υπεράνθρωπος

  1. που ξεπερνά τις δυνατότητες των ανθρώπων
    υπεράνθρωπες δυνάμεις
  2. (μεταφορικά) για ενέργεια που απαιτεί πάρα πολύ δύναμη, επιδεξιότητα, αντοχή κ.λπ.
    παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών...

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Ετυμολογία [επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπεράνθρωπος οι υπεράνθρωποι
      γενική του υπερανθρώπου
υπεράνθρωπου
των υπερανθρώπων
    αιτιατική τον υπεράνθρωπο τους υπερανθρώπους
     κλητική υπεράνθρωπε υπεράνθρωποι
Δείτε και την κλίση του επιθέτου.
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
υπεράνθρωπος < υπερ- + άνθρωπος
  1. < (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Übermensch
  2. < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική superman

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπεράνθρωπος αρσενικό

  1. ανώτερος άνθρωπος (κατά τη νιτσεϊκή φιλοσοφία ή τη ναζιστική θεώρηση των πραγμάτων)
  2. άνθρωπος με υπερφυσικές δυνάμεις
     συνώνυμα: σούπερμαν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]