υπερανάληψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερανάληψη | οι | υπεραναλήψεις |
γενική | της | υπερανάληψης* | των | υπεραναλήψεων |
αιτιατική | την | υπερανάληψη | τις | υπεραναλήψεις |
κλητική | υπερανάληψη | υπεραναλήψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπεραναλήψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερανάληψη < υπερ- + ανάληψη, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overdraft
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερανάληψη θηλυκό
- (οικονομία) η ανάληψη από κάποιον καταθέτη χρηματικού ποσού μεγαλύτερου από τις καταθέσεις του, εφόσον του παρέχεται η δυνατότητα αυτή από την τράπεζά του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)