υπερασπίσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερασπίσιμος η υπερασπίσιμη το υπερασπίσιμο
      γενική του υπερασπίσιμου της υπερασπίσιμης του υπερασπίσιμου
    αιτιατική τον υπερασπίσιμο την υπερασπίσιμη το υπερασπίσιμο
     κλητική υπερασπίσιμε υπερασπίσιμη υπερασπίσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερασπίσιμοι οι υπερασπίσιμες τα υπερασπίσιμα
      γενική των υπερασπίσιμων των υπερασπίσιμων των υπερασπίσιμων
    αιτιατική τους υπερασπίσιμους τις υπερασπίσιμες τα υπερασπίσιμα
     κλητική υπερασπίσιμοι υπερασπίσιμες υπερασπίσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερασπίσιμος < υπερασπίζω + -ίσιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

υπερασπίσιμος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]