υπερδύναμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερδύναμη οι υπερδυνάμεις
      γενική της υπερδύναμης* των υπερδυνάμεων
    αιτιατική την υπερδύναμη τις υπερδυνάμεις
     κλητική υπερδύναμη υπερδυνάμεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερδυνάμεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερδύναμη < υπερ- + δύναμη, αγγλική superpower

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερδύναμη θηλυκό

  1. κράτος με εξαιρετικά μεγάλη πολεμική ή οικονομική ισχύ
  2. (κόμικς) δύναμη χαρακτήρων (ηρώων) κόμικς που ξεπερνά τις ανθρώπινες δυνάμεις (υπερήρωες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]