υπερεγώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερεγώ < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Über-Ich
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερεγώ ουδέτερο άκλιτο
- (ψυχανάλυση) δομή του ασυνειδήτου που αντιπροσωπεύει τις ηθικές κοινωνικές αξίες τις οποίες ενστερνίζεται το άτομο μεγαλώνοντας και οι οποίες δρουν ανασταλτικά στις παρορμήσεις του ενστίκτου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)