υπερεγώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερεγώ < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Über-Ich

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερεγώ ουδέτερο άκλιτο

  • (ψυχανάλυση) δομή του ασυνειδήτου που αντιπροσωπεύει τις ηθικές κοινωνικές αξίες τις οποίες ενστερνίζεται το άτομο μεγαλώνοντας και οι οποίες δρουν ανασταλτικά στις παρορμήσεις του ενστίκτου

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]