υπερκείμενο υγρό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερκείμενο υγρό < → δείτε τις λέξεις υπερκείμενος και υγρό
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
υπερκείμενο υγρό ουδέτερο
- (χημεία) υγρό που υπέρκειται άλλου υγρού ή σώματος, στον ίδιο χώρο, λόγω διαφοράς ειδικού βάρους
- (χημεία) το διαυγές υγρό που υπέρκειται του ιζήματος μετά από φυγοκέντρωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερκείμενο υγρό
|