υπερφουσκώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερφουσκώνω (νεολογισμός) < υπερ- + φουσκώνω. Πιθανόν, λόγια επίδραση στο παραφουσκώνω με παρα- (πάρα) > υπέρ. (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.peɾ.fuˈsko.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐φου‐σκώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

υπερφουσκώνω, παθ.φωνή: υπερφουσκώνομαι, μτχ.π.π.: υπερφουσκωμένος

  1. (μεταβατικό) φουσκώνω, διογκώνω σε πολύ μεγάλο βαθμό
    ※  βύω, μέλ. βύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἔβῡσα — Παθ. αόρ. αʹ ἐβύσθην, παρακ. βέβυσμαι, φουσκώνω, στουπώνω, φράζω. 1. με γεν. πράγμ., υπερχειλίζω, υπερφουσκώνω· (Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007 [1])
    ※  Τιμολογούμε τα αυτοκίνητα βάσει της πραγματικής τους αξίας, το κόστος διαχείρισής τους και του μικρού περιθώριου κέρδους μας, όχι έχοντας υπόψιν τυχόν διαπραγμάτευση ώστε να υπερφουσκώνουμε τις τιμές (γυρίζοντας ταυτόχρονα τα χιλιόμετρα) και όποιος τσιμπήσει
    Συχνές Ερωτήσεις, Αγοράζω αυτοκίνητο, spotawheel.gr, [2], ανάκτηση 7/9/2019
  2. (συχνότερα αμετάβατο) φουσκώνω, διογκώνομαι σε πολύ μεγάλο βαθμό
    ※  Η ειδική κατασκευή αυτού του στρώματος επιτρέπει επίσης όλη την πίεση να υπερφουσκώνει και ταυτόχρονα να αποκολλά έναν ή περισσότερους κυλίνδρους στα πιό επικίνδυνα σημεία της επιφάνειας κατάκλισης
    Στρώμα από φίμπρα σιλικόνης 20.12. [3], ανάκτηση 7/9/2019
    ※  ενώ μειώνεται η ικανότητα του πνεύμονα να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει ανταλλάσσοντας καθε φορά αέρα με το περιβάλλον, μια λειτουργία που είναι πρωταρχική. Έτσι ο πνεύμονας υπερφουσκώνει (υπερδιατείνεται) χωρίς να μπορεί να βγάζει εύκολα τον αέρα έξω
    Βροχοσκοπική απομείωση πνευμονικού όγκου στην ΧΑΠ με ελάσματα και βαλβίδες [4], ανάκτηση 7/9/2019

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]