υπερφυσικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερφυσικά < υπερφυσικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
υπερφυσικά
- με υπερφυσικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερφυσικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
υπερφυσικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υπερφυσικός