υπερωκεάνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπερωκεάνιο | τα | υπερωκεάνια |
γενική | του | υπερωκεάνιου & υπερωκεανίου |
των | υπερωκεάνιων & υπερωκεανίων |
αιτιατική | το | υπερωκεάνιο | τα | υπερωκεάνια |
κλητική | υπερωκεάνιο | υπερωκεάνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερωκεάνιο < αρχαία ελληνική ὑπερωκεάνιος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική transocéanien
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερωκεάνιο ουδέτερο
- πολύ μεγάλο σύγχρονο επιβατηγό πλοίο με δυνατότητες αυτονομίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, μεγάλο αποθηκευτικό χώρο, κατασκευασμένο για να διασχίζει ωκεανούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερωκεάνιο