υπερωρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερωρία < αρχαία ελληνική ὑπέρωρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερωρία θηλυκό
- η εργασία μετά από το κανονικό ωράριο
- οι υπερωρίες, παρόλο που χρεώνονται με ένσημα, δεν υπολογίζονται σαν συντάξιμες
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερωρία
|