υπηρεσιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπηρεσιακός η υπηρεσιακή το υπηρεσιακό
      γενική του υπηρεσιακού της υπηρεσιακής του υπηρεσιακού
    αιτιατική τον υπηρεσιακό την υπηρεσιακή το υπηρεσιακό
     κλητική υπηρεσιακέ υπηρεσιακή υπηρεσιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπηρεσιακοί οι υπηρεσιακές τα υπηρεσιακά
      γενική των υπηρεσιακών των υπηρεσιακών των υπηρεσιακών
    αιτιατική τους υπηρεσιακούς τις υπηρεσιακές τα υπηρεσιακά
     κλητική υπηρεσιακοί υπηρεσιακές υπηρεσιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπηρεσιακός < υπηρεσία + -ακός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.pi.re.si.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πη‐ρε‐σι‐α‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

υπηρεσιακός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με κάποια υπηρεσία, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή ή σχετίζεται μ’ αυτή
  2. για υπάλληλο που είναι τυπικός και προσηλωμένος στη δουλειά του
  3. που είναι προσωρινός σε κάποια θέση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]