υπνωτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπνωτισμός < γαλλική hypnotisme ή αγγλική hypnotism < αρχαία ελληνική ὑπνωτικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπνωτισμός αρσενικό
- μέθοδος που υπνωτίζει τον ασθενή με σκοπό την απόσπαση πληροφοριών από το υποσυνείδητο
- η κατάσταση του υπνωτισμένου