υπογεγραμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπογεγραμμένος < αρχαία ελληνική ὑπογεγραμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ὑπογράφω
Μετοχή[επεξεργασία]
υπογεγραμμένος, -η, -ο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ο κάτωθι υπογεγραμμένος: ο παρακάτω υπογράφων (τυπική έκφραση σε επίσημα έγγραφα) → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- υπογεγραμμένη
- → δείτε τις λέξεις υπογράφω και γράφω