υποκειμενικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποκειμενικά < υποκειμενικ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
υποκειμενικά (τροπικό επίρρημα)
- από υποκειμενική άποψη, προσωπικά, ατομικά, σύμφωνα με την ατομική κρίση
- άλλες μορφές: υποκειμενικώς (λόγιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποκειμενικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
υποκειμενικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υποκειμενικός