υποκινώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑποκινῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποκινώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποκινῶ, συνηρημένος τύπος του ὑποκινέω < ὑπό + κινέω / κινῶ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική inciter) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.po.kiˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐κι‐νώ

Ρήμα[επεξεργασία]

υποκινώ, αόρ.: υποκίνησα, παθ.φωνή: υποκινούμαι, π.αόρ.: υποκινήθηκα, μτχ.π.π.: υποκινημένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]