υποσκάπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑποσκάπτω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποσκάπτω < ελληνιστική κοινή ὑποσκάπτω (ίδια σημασία) < αρχαία ελληνική ὑποσκάπτω

Ρήμα[επεξεργασία]

υποσκάπτω (παθητική φωνή: υποσκάπτομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]