υποστασιοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποστασιοποίηση οι υποστασιοποιήσεις
      γενική της υποστασιοποίησης* των υποστασιοποιήσεων
    αιτιατική την υποστασιοποίηση τις υποστασιοποιήσεις
     κλητική υποστασιοποίηση υποστασιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποστασιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποστασιοποίηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υποστασιοποίηση θηλυκό

  • η ενσάρκωση μιας ιδέας ή κάτι άυλου σε μια μορφή ή υπόσταση υλική, χειροπιαστή, αισθητή (δηλαδή αντιληπτή από τις αισθήσεις)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]