υποτονθορύζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποτονθορύζω < υπό + τονθορύζω (= μουρμουρίζω, ψιθυρίζω) < τορθορύζω < θόρ-υβος
Ρήμα[επεξεργασία]
υποτονθορύζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποτονθορύζω
→ δείτε τη λέξη μουρμουρίζω |