υπόδουλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑπόδουλος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπόδουλος η υπόδουλη το υπόδουλο
      γενική του υπόδουλου της υπόδουλης του υπόδουλου
    αιτιατική τον υπόδουλο την υπόδουλη το υπόδουλο
     κλητική υπόδουλε υπόδουλη υπόδουλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπόδουλοι οι υπόδουλες τα υπόδουλα
      γενική των υπόδουλων των υπόδουλων των υπόδουλων
    αιτιατική τους υπόδουλους τις υπόδουλες τα υπόδουλα
     κλητική υπόδουλοι υπόδουλες υπόδουλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπόδουλος < ελληνιστική κοινή ὑπόδουλος < ὑπό + αρχαία ελληνική δοῦλος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈpo.ðu.los/

Επίθετο[επεξεργασία]

υπόδουλος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]