υπόμνημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπόμνημα < αρχαία ελληνική ὑπόμνημα < ὑπομιμνήσκω < μιμνήσκω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπόμνημα ουδέτερο
- γραπτή αναφορά που αποσκοπεί στη γνωστοποίηση γεγονότων ή καταστάσεων σε ένα πρόσωπο μιας οικονομικής μονάδας, μιας εταιρείας ή μιας αρχής κ.λπ.
- σύντομο διπλωματικό έγγραφο που αναφέρεται σε επιχειρήματα, διεκδικήσεις ή προτάσεις ενός κράτους ή ενός διεθνούς οργανισμού
- ερμηνευτικό σχόλιο σε κείμενο αρχαιοέλληνα, κυρίως, συγγραφέα
- σελίδα σε κάποια έκδοση που τιμά τη μνήμη ενός προσώπου, ένα χρόνο μετά το θάνατό του
- πίνακας που επεξηγεί σύμβολα, π.χ. σε ένα χάρτη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- υπομνηματικά
- υπομνηματικός
- υπομνηματικώς
- → δείτε τις λέξεις υπομνηματίζω και μνήμη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπόμνημα
|