υπόστρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑπόστρωμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπόστρωμα τα υποστρώματα
      γενική του υποστρώματος των υποστρωμάτων
    αιτιατική το υπόστρωμα τα υποστρώματα
     κλητική υπόστρωμα υποστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπόστρωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπόστρωμα. Μορφολογικά αναλύεται σε υπό- + στρώμα.
(γλωσσολογικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική substrat[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈpo.stɾo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πό‐στρω‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπόστρωμα ουδέτερο

  1. οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από μία επιφάνεια ως βάση
  2. (γλωσσολογία) η γλώσσα που ομιλούνταν από μία κοινότητα σε μία περιοχή όπου σε μεταγενέστερο χρόνο κατοίκησαν ομιλητές διαφορετικής γλώσσας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]