υπότιτλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπότιτλος οι υπότιτλοι
      γενική του υπότιτλου
υποτίτλου
των υπότιτλων
υποτίτλων
    αιτιατική τον υπότιτλο τους υπότιτλους
υποτίτλους
     κλητική υπότιτλε υπότιτλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Στις νεότερες λέξεις συνηθίζεται ο σταθερός τόνος.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπότιτλος < υπό- + τίτλος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sous-titre

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈpo.ti.tlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πό‐τι‐τλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπότιτλος αρσενικό

  1. δευτερεύων τίτλος που επεξηγεἰ ή επεκτείνει τον κύριο τίτλο ενός κειμένου
  2. (κινηματογράφος) η μετάφραση των ξενόγλωσσων διαλόγων που εμφανίζεται στο κάτω συνήθως μέρος της οθόνης
  3. (στον βωβό κινηματογράφο) επεξηγηματικό κείμενο που προβάλλεται ανἀμεσα σε δύο σκηνές
  4. (στη βιβλιογραφία) λεζάντα εικόνας

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μερώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη τίτλος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]