υφαίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑφαίνομαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈfe.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐φαί‐νο‐μαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

υφαίνομαι, π.αόρ.: υφάνθηκα, μτχ.π.π.: υφασμένος