φάλαρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φάλαρα < αρχαία ελληνική φάλαρα (τα χάμουρα των αλόγων αλλά και το μπροστινό τμήμα της περικεφαλαίας των οπλιτών)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φάλαρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]