φάρμακο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φάρμακο τα φάρμακα
      γενική του φάρμακου
φαρμάκου
των φάρμακων
φαρμάκων
    αιτιατική το φάρμακο τα φάρμακα
     κλητική φάρμακο φάρμακα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φάρμακο < αρχαία ελληνική φάρμακον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfaɾ.ma.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φάρ‐μα‐κο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φάρμακο ουδέτερο

  1. (φαρμακευτική) παρασκεύασμα που χορηγείται για να θεραπευθεί κάποιο νόσημα
    γεωργικά φάρμακα (για την προστασία των φυτών)
    ισχυρό φάρμακο (αποτελεσματικό, αλλά και με πιθανόν περισσότερες παρενέργειες)
    φάρμακο για το στομάχι (σκεύασμα για συγκεκριμένο όργανο|νόσημα)
  2. περιληπτική ονομασία
    υπάρχουν πολλά συμφέροντα γύρω από το φάρμακο (στη φαρμακοβιομηχανία, τη διακίνηση κ.λπ.)
  3. κάτι που ανακουφίζει
    ο χρόνος είναι φάρμακο για τον μεγάλο καημό
    η πτώχευση δεν είναι φάρμακο για την οικονομία
  4. (μεταφορικά) για χρήση οποιασδήποτε μη φυσικής και συνήθως χημικής ουσίας
    το γάλα δεν είναι όπως παλιά, βάζουν πια ένα σωρό φάρμακα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]