φέρασπις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φέρασπις < φέρ(ω) + ἀσπίς

Επίθετο[επεξεργασία]

φέρασπις

  • που φέρει ασπίδες, τις φέρνει μαζί του καθώς έρχεται
    ἔγχη σταδαῖα καὶ φεράσπιδες σαγαί λείπει η μετάφραση (για την περσική επίθεση)

Πηγές[επεξεργασία]