φέρνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φέρνομαι < παθητική φωνή του ρήματος φέρνω < φέρω / φέρομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

φέρνομαι, πρτ.: φερνόμουν, στ.μέλλ.: θα φερθώ, αόρ.: φέρθηκα

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]