φίλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Φίλη, φίλοι, φιλί, φυλή, Φυλή, φιλεί, φιλεῖ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φίλη οι φίλες
      γενική της φίλης των φίλων
    αιτιατική τη φίλη τις φίλες
     κλητική φίλη φίλες
για τη γενική του πληθυντικού χρησιμοποιείται κυρίως το: φιλενάδων,
για διάκριση με τη γενική του αρσενικού φίλος.
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φίλη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φίλη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φίλη θηλυκό

  • θηλυκό του φίλος
    η Αννα είναι φίλη μου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

φίλη θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φίλη < φίλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φίλη θηλυκό

  1. φίλη

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]