φαίδιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Φαίδιμος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φαίδιμος φαιδίμη
φαίδιμος
τὸ φαίδιμον
      γενική τοῦ φαιδίμου τῆς φαιδίμης
φαιδίμου
τοῦ φαιδίμου
      δοτική τῷ φαιδίμ τῇ φαιδίμ
φαιδίμ
τῷ φαιδίμ
    αιτιατική τὸν φαίδιμον τὴν φαιδίμην
φαίδιμον
τὸ φαίδιμον
     κλητική ! φαίδιμε φαιδίμη
φαίδιμε
φαίδιμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φαίδιμοι αἱ φαίδιμαι
φαίδιμοι
τὰ φαίδιμ
      γενική τῶν φαιδίμων τῶν φαιδίμων
φαιδίμων
τῶν φαιδίμων
      δοτική τοῖς φαιδίμοις ταῖς φαιδίμαις
φαιδίμοις
τοῖς φαιδίμοις
    αιτιατική τοὺς φαιδίμους τὰς φαιδίμᾱς
φαιδίμους
τὰ φαίδιμ
     κλητική ! φαίδιμοι φαίδιμαι
φαίδιμοι
φαίδιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φαιδίμω τὼ φαιδίμ
φαιδίμω
τὼ φαιδίμω
      γεν-δοτ τοῖν φαιδίμοιν τοῖν φαιδίμαιν
φαιδίμοιν
τοῖν φαιδίμοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαίδιμος < φάω - φαίνω λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

φαίδιμος, -ος/-η,[1] -ον

  1. (για μέλη του ανθρώπινου σώματος) λαμπερός, αστραφτερός, ακτινοβόλος, στιλπνός
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 128 (126-130)
    → δείτε παράθεμα στο φαιδίμῳ
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 492 (492-493)
    καρπαλίμως δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα μένος καὶ φαίδιμα γυῖα | ηὔξετο τοῖο ἄνακτος·
    Και γοργά κατόπιν η δύναμη και τα λαμπρά του βασιλιά τα μέλη | μεγαλώσανε.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 1. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 28 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (1.28)
    ἐλέφαντι φαίδιμον ὦμον κεκαδμένον.
    με τον λαμπρό του φιλντισένιο ώμο να ξεχωρίζει.
    Μετάφραση (2004): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 29 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.29-4.30)
    τουτάκι δ᾽ οἰοπόλος δαίμων ἐπῆλθεν, φαιδίμαν | ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν | θηκάμενος·
    Κείνη την ώρα κι ο θεός ολόμονος εφάνη, | την πρόσχαρη όψη παίρνοντας ανθρώπου αρχοντικού,
    Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
  2. (για ήρωες) ένδοξος, ξακουστός
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 483 (483-484)
    νόησε δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ, | αὐτίκα δ᾽ Αἰνείαν προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα·
    τους είδε ο λαμπρός Έκτωρ | και στον Αινείαν είπ᾽ ευθύς που ευρίσκετο σιμά του:
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 505
    χώρησαν δ᾽ ὑπό τε πρόμαχοι καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ·
    Κάμνουν τα οπίσω οι πρόμαχοι και ο δοξασμένος Έκτωρ·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 617 (617-618)
    ὁ δ᾽ ἐπέδραμε φαίδιμος Αἴας | τεύχεα συλήσων·
    τρέχει ευθύς τα όπλα να του πάρει | ο μέγας Αίας·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  3. (ως κύριο όνομα) Φαίδιμος: α. μυθικός βασιλιάς των Σιδωνίων στην Φοινίκη, β. ένας από τους Τριάκοντα τυράννους της Αθήνας
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 42.1
    ἐν δὲ τῷ χρόνῳ τούτῳ ᾧ οἱ Ἀργεῖοι ταῦτα ἔπρασσον, οἱ πρέσβεις τῶν Λακεδαιμονίων Ἀνδρομένης καὶ Φαίδιμος καὶ Ἀντιμενίδας, οὓς ἔδει τὸ Πάνακτον καὶ τοὺς ἄνδρας τοὺς παρὰ Βοιωτῶν παραλαβόντας Ἀθηναίοις ἀποδοῦναι, τὸ μὲν Πάνακτον ὑπὸ τῶν Βοιωτῶν αὐτῶν καθῃρημένον ηὗρον,
    Ενώ οι Αργείοι έκαναν τις διαπραγματεύσεις αυτές, οι πρέσβεις των Λακεδαιμονίων Ανδρομένης, Φαίδιμος και Αντιμενίδας, οι οποίοι έπρεπε να παραλάβουν από τους Βοιωτούς το Πάνακτον και τους Αθηναίους αιχμαλώτους και να τους παραδώσουν στους Αθηναίους, διαπίστωσαν ότι οι Βοιωτοί είχαν κατεδαφίσει το Πάνακτον,
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. τόμ. Δ΄ (Αθήνα 1906), σ. 509 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών

Πηγές[επεξεργασία]