φαγάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαγάνα οι φαγάνες
      γενική της φαγάνας
    αιτιατική τη φαγάνα τις φαγάνες
     κλητική φαγάνα φαγάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δύο φαγάνες σε ποτάμι της Ταϊβάν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαγάνα < φαγαν(ός) + [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /faˈɣa.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐γά‐να

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαγάνα θηλυκό

  1. ο εκσκαφέας γενικά, αλλά κυρίως η βυθοκόρος, για την εκσκαφή σε λίμνες, ποταμούς και ακτές
  2. (μεταφορικά) άτομο που τρώει πολύ ή κάτι|κάποιος που καταναλώνει πολλά, ο άπληστος, θηλυκό φαγάνα, αρσενικό φαγάνας
    το αυτοκίνητό μου, όπως όλα τα παλιά ΙΧ, είναι φαγάνα (καταναλώνει πολλή βενζίνη)
    αυτός είναι μεγάλη φαγάνα ή μεγάλος φαγάνας(τα θέλει όλα δικά του, είναι άπληστος)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]