φαεινός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαεινός η φαεινή το φαεινό
      γενική του φαεινού της φαεινής του φαεινού
    αιτιατική τον φαεινό τη φαεινή το φαεινό
     κλητική φαεινέ φαεινή φαεινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαεινοί οι φαεινές τα φαεινά
      γενική των φαεινών των φαεινών των φαεινών
    αιτιατική τους φαεινούς τις φαεινές τα φαεινά
     κλητική φαεινοί φαεινές φαεινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαεινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαεινός

Επίθετο[επεξεργασία]

φαεινός, -ή, -ό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φαεινός φαεινή τὸ φαεινόν
      γενική τοῦ φαεινοῦ τῆς φαεινῆς τοῦ φαεινοῦ
      δοτική τῷ φαειν τῇ φαειν τῷ φαειν
    αιτιατική τὸν φαεινόν τὴν φαεινήν τὸ φαεινόν
     κλητική ! φαεινέ φαεινή φαεινόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φαεινοί αἱ φαειναί τὰ φαεινᾰ́
      γενική τῶν φαεινῶν τῶν φαεινῶν τῶν φαεινῶν
      δοτική τοῖς φαεινοῖς ταῖς φαειναῖς τοῖς φαεινοῖς
    αιτιατική τοὺς φαεινούς τὰς φαεινᾱ́ς τὰ φαεινᾰ́
     κλητική ! φαεινοί φαειναί φαεινᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φαεινώ τὼ φαεινᾱ́ τὼ φαεινώ
      γεν-δοτ τοῖν φαεινοῖν τοῖν φαειναῖν τοῖν φαεινοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαεινός < *φαϜεσ-νός με απλοποίηση του συμπλέγματος *-σν- και αντέκταση < *φαϜεσ- + -νός < φάος (φῶς), γενική φάεος < *φαϜεσ-ος [1]

Επίθετο[επεξεργασία]

φαεινός, -ή, -όν, συγκριτικός:φαεινότερος/φαάντερος, υπερθετικός: φαεινότατος/φαάντατος

  1. που λάμπει, ο ακτινοβόλος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 610
    ... θώρηκα φαεινότερον πυρὸς αὐγῆς (με θώρακα πιο λαμπερό και από τη λάμψη της αυγής)
  2. ο λαμπρός, ο έξοχος
  3. ο καθαρός
  4. ο ευκρινής

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]