φαινυλκετονουρία
(Ανακατεύθυνση από φαινυλοκετονουρία)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαινυλκετονουρία < -ουρία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαινυλκετονουρία θηλυκό
- σπάνια κληρονομική ασθένεια η οποία προκαλεί τη συσσώρευση φαινυλαλανίνης, κάτι που παρεμποδίζει τη φυσιολογική ανάπτυξη και λειτουργία των κυττάρων του εγκεφάλου, με συνέπεια τη διανοητική καθυστέρηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαινυλκετονουρία
|