φαινόμενο του θερμοκηπίου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φαινόμενο του θερμοκηπίου | τα | φαινόμενα του θερμοκηπίου |
γενική | του | φαινομένου του θερμοκηπίου | των | φαινομένων του θερμοκηπίου |
αιτιατική | το | φαινόμενο του θερμοκηπίου | τα | φαινόμενα του θερμοκηπίου |
κλητική | φαινόμενο του θερμοκηπίου | φαινόμενα του θερμοκηπίου | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαινόμενο του θερμοκηπίου < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική greenhouse effect
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
φαινόμενο του θερμοκηπίου ουδέτερο
- (φυσική) η διαδικασία με την οποία η θερμοκρασία του πλανήτη αυξάνεται εξαιτίας της ύπαρξης της ατμόσφαιρας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαινόμενο του θερμοκηπίου
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)