φακέλωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φακέλωμα τα φακελώματα
      γενική του φακελώματος των φακελωμάτων
    αιτιατική το φακέλωμα τα φακελώματα
     κλητική φακέλωμα φακελώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φακέλωμα < φακελώνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φακέλωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φακελώνω· ιδιαίτερα η καταγραφή των κινήσεων ενός ατόμου που βρίσκεται υπό παρακολούθηση από τις αρχές ή ιδιωτικές εταιρείες με εμπορικά και διαφημιστικά κίνητρα
    Το «αντιτρομοκρατικό» πακέτο της κυβέρνησης Μπλερ, εκτός από την επ' αόριστον κράτηση υπόπτων για τρομοκρατία, δίχως δίκη, περιλαμβάνει φακέλωμα των πολιτών από αστυνομία, τελωνειακές και άλλες κρατικές αρχές, πρόσβαση των κατασταλτικών μηχανισμών σε αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, φαξ και λίστες επιβατών που ταξιδεύουν με αεροπορικές και ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες, ενώ παρέχει υπερεξουσίες σε αστυνομικές και άλλες αρχές για την αντιμετώπιση διαδηλώσεων! (εφημερίδα "Ριζοσπάστης", 18 Νοέμβρη 2001)
    το φακέλωμα του πελάτη γίνεται πολύ εύκολα, με στοιχεία από το σωματείο του, την εφορία στην οποία ανήκει, τους διαδικτυακούς τόπους που παρακολουθεί κ.λπ.
  2. η τοποθέτηση σε φάκελο
    φακέλωμα ενός αρχείου με οικογενειακές στιγμές στα αγαπημένα μου, έπειτα από μεταφόρτωσή του στον προσωπικό μου υπολογιστή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]