φακίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φακίδα | οι | φακίδες |
γενική | της | φακίδας | των | φακίδων |
αιτιατική | τη | φακίδα | τις | φακίδες |
κλητική | φακίδα | φακίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φακίδα < αρχαία ελληνική φακός ή φακῆ + -ίδα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φακίδα θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φακιδιάρης
- → δείτε τις λέξεις φακή και φακός