φακκώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φακκώ < πιθανή ετυμολογία: από τον ήχο του κτυπήματος (κυρίως πάνω σε ξύλο)

Ρήμα[επεξεργασία]

φακκώ (κυπριακά)

  • κτυπώ (συνήθως δυνατά με κρότο)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]