φαλιμέντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαλιμέντο < ιταλική fallimento < fallire + -mento
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαλιμέντο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η χρεωκοπία, η πτώχευση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φαλιρίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαλιμέντο