φανατικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φανατικός η φανατική το φανατικό
      γενική του φανατικού της φανατικής του φανατικού
    αιτιατική τον φανατικό τη φανατική το φανατικό
     κλητική φανατικέ φανατική φανατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φανατικοί οι φανατικές τα φανατικά
      γενική των φανατικών των φανατικών των φανατικών
    αιτιατική τους φανατικούς τις φανατικές τα φανατικά
     κλητική φανατικοί φανατικές φανατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φανατικός < (άμεσο δάνειο) γαλλική fanatique < λατινική fanaticus < fanum < πρωτοϊταλική *fasno- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰh₁s-no-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fa.na.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐να‐τι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

φανατικός, -ή, -ό

  1. που διακατέχεται από φανατισμό· που προσηλώνεται σε κάτι με πάθος
  2. που ακολουθεί μια θρησκεία ή πολιτική ιδεολογία ή ποδοσφαιρική ομάδα χωρίς να δείχνει ανοχή γι' αυτούς που έχουν άλλη άποψη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]