φανελοποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φανελοποιία < φανελοποιός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φανελοποιία θηλυκό
- ο παραγωγικός κλάδος (βιομηχανικός ή βιοτεχνικός) που ασχολείται με την παραγωγή φανελών, που έχει ως αντικείμενο την κατασκευής φανελών[1]
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- φανελλοποιία (παρωχημένο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φανελοποιία
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Λήμμα «φανελλοποιία», στο: ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .