φασαμέν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φασαμέν < (λόγιο δάνειο) γαλλική face à main[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φασαμέν ουδέτερο άκλιτο
- ματογυάλια με μικρή χειρολαβή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φασαμέν
|
- ↑ φασαμέν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας